- λυσσητήρ
- λυσσητήρ, ῆρος: one who rages, raging, w. κύων, Il. 8.299†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
λυσσητήρ — λυσσητήρ, ῆρος, ὁ (ΑM) λυσσώδης, μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. οικη τήρ, πωλη τήρ)] … Dictionary of Greek
λυσσητήρ — one that is raging masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσητῆρα — λυσσητήρ one that is raging masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσητῆρες — λυσσητήρ one that is raging masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσητῆρι — λυσσητήρ one that is raging masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσητήρων — λυσσητήρ one that is raging masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek